- μυριοφόρον
- μῡριοφόρον , μυριοφόροςcarryingmasc/fem acc sgμῡριοφόρον , μυριοφόροςcarryingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυριοφόρος — μυριοφόρος, ον (Α) (για εμπορικό πλοίο μεγάλης χωρητικότητας) αυτός που χωρά φορτίο δέκα χιλιάδων μετρικών μονάδων («προσαγαγόντες... ναῡν μυριοφόρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek